Σίδερο με ατμό

Ασυναίσθητα έριξε το βλέμμα της πάνω στον καθρέπτη. Ήταν απόγευμα Σαββάτου και μετά από ένα πενθήμερο δουλειάς που θεωρητικά τέλειωνε στη πέντε η ώρα κάθε ημέρα, αλλά αυτή ποτέ δεν κατάφερνε να βρεθεί στο σπίτι πριν από τις οκτώ, έπρεπε να τελειώσει και τις δουλειές του σπιτιού. Το πρωί ξεκίνησε να καθαρίζει, έπειτα έπρεπε να τρέξει στο σούπερ μάρκετ, να γυρίσει να μαγειρέψει και μέσα σε όλα αυτά, το παιδί που τις άλλες ημέρες το έβαζε μόνο για ύπνο, την ήθελε κοντά του και τριγύριζε συνεχώς μέσα στα πόδια της. Κάποια στιγμή εκνευριζόταν με το παιδί, αλλά αμέσως ένοιωθε τέτοιες ενοχές που έτρεχε να το αγκαλιάσει. Η ημέρα συνεχίστηκε με το να βάλει πλυντήριο και τώρα φυσικά σιδέρωνε, μήπως και το βράδυ ξεκλέψει καμιά στιγμή για τον εαυτό της.

Ασυναίσθητα έριξε το βλέμμα της πάνω στον καθρέπτη, απέναντι από τη σιδερώστρα, είδε το είδωλό της και δεν το γνώρισε μιας και οι μνήμες για μας μένουνε σε χρόνια μακρινά και άρχισε να σιγοψιθυρίζει κάποιους στίχους, έτσι επειδή η εικόνα αυτή κάτι της θύμισε. «Την ώρα που σιδέρωνε, της ήρθε πως ξημέρωνε και σφύριζε καράβι. Σαν τότε που διαλέγαμε, με ποιον μπορεί να φεύγαμε, στην πρώτη αγάπη σκλάβοι.»

Είχε κάνει και αυτή την επιλογή της, δέκα χρόνια πριν, τον Μάνο. Εκείνη δούλευε στην εταιρεία που είναι και σήμερα, δέκα χρόνια μικρότερη, με τον αέρα της κοπέλας που δεν άγγιξε τα τριάντα και με όνειρα για μια ζωή όμορφη με πολλά – πολλά ταξίδια. Ίσως γι’ αυτό θαμπώθηκε από τον Μάνο. Ένα – δύο χρόνια μεγαλύτερος, πωλητής σε μια εταιρεία με ζαχαρώδη, τις καλές εποχές που πέτρες να πουλούσες κάποιος θα τις αγόραζε. Ο Μάνος κάθε εβδομάδα ήταν και σε μια άλλη πόλη, γίνανε ζευγάρι και άρχισε, όποτε είχε ρεπό, να πηγαίνει μαζί του. Μια δύο φορές το χρόνο, η εταιρεία κατέβαζε όλους τους πωλητές στην Αθήνα για εβδομαδιαίο meeting, πάντα πήγαινε μαζί του, η ζωή ήταν όμορφη, το παιδί ήρθε ξαφνικά και ο γάμος ήταν το φυσικό επακόλουθο, αν όχι αυτών, των γωνιών τους.

Δεν είχε παράπονο, ο Μάνος ήταν καλός, είχε κάποιες εμμονές με τον εαυτό του που τον θεωρούσε υπεραξία και στυλοβάτη της εταιρείας, αλλά δεν του χαλούσε την καρδιά. Εξάλλου ο καθένας μας έχει ανάγκη από κάποια αναγνώριση και αν δεν την βρεις στο σύντροφό σου, που θα την βρεις;

Μέχρι που πριν πέντε χρόνια, όταν πια αρχίσανε και ζορίζανε τα πράγματα, αν και ο Μάνος ζούσε στον δικό του κόσμο, ήταν που τον κάλεσαν στη Διεύθυνση. Θέλανε να τον δουν τη Δευτέρα, του το ανακοίνωσαν από το τμήμα προσωπικού την Παρασκευή και ήταν ένα ολόκληρο Σαββατοκύριακο που ο Μάνος δεν κοιμήθηκε. Την τρέλανε, πήγανε και φάγανε στο πιο σινιέ εστιατόριο της πόλης, την άλλη ημέρα πήγανε στο θέατρο και ο Μάνος της είπε το μεγάλο μυστικό. «Έχω ραντεβού τη Δευτέρα με τη διεύθυνση της εταιρείας, σίγουρα θα ανακοινώσουν ότι πλέον γίνομαι προϊστάμενος πωλήσεων».

Η Δευτέρα έφτασε και ο Μάνος έβαλε το καλύτερο κουστούμι του και έφυγε πετώντας. Αυτή περίμενε στο κινητό της, γιατί της είπε πως αν δεν την πάρει αυτός να μην τον ενοχλήσει. Της είχε μεταδώσει τη χαρά του, το είχε πει και σε ένα – δυο συνάδελφους στη δουλειά, η ώρα περνούσε και την έτρωγε η αγωνία, το τηλέφωνο δεν χτυπούσε, αλλά δεν τόλμησε να τηλεφωνήσει αυτή. Κάποια ώρα έφτασε στο σπίτι και ο Μάνος ήταν εκεί, κρατώντας το κεφάλι με τα δυο του χέρια. Τον ρώτησε τι έγινε και της έδειξε λίγο πιο εκεί ένα χαρτόκουτο γεμάτο με χαρτιά και άλλα μικροαντικείμενα γραφείου. Εκείνο το βράδυ δεν ξαναμίλησαν.

Στην αρχή ο Μάνος το πάλευε. Της είπε «σε δύο βδομάδες θα έχω βρει κάτι πολύ καλύτερο, με ξέρουν όλοι στην αγορά στα ζαχαρώδη, ποιος δεν θα με ήθελε, θα τους σβήσω τους άλλους, θα τους εξαφανίσω από τον χάρτη». Πήγαινε – ερχόταν, έπαιρνε υποσχέσεις πως μόλις ανοίξει η αγορά θα ήταν ο πρώτος που θα έπαιρναν, τελικά τίποτα… Τέλειωνε και το επίδομα ανεργίας, με την αποζημίωση είχαν κλείσει κάποιες τρύπες, ένα διακοποδάνειο που είχαν πάρει το τελευταίο καλοκαίρι που δούλευε και το επέστρεψαν με 25% επιτόκιο.

Ο Μάνος έψαχνε συνέχεια στο internet, έστελνε βιογραφικά παντού, αλλά απάντηση καμία. Μία φορά στις είκοσι, έπαιρνε κάποια απάντηση πως πήρανε το βιογραφικό του και θα τον είχαν υπόψη τους. Ποιο βιογραφικό εδώ που τα λέμε, το σχολείο που τέλειωσε, που πήγε φαντάρος, τη δουλειά που δούλευε και πως ήταν παντρεμένος με ένα παιδί. Ρίξανε και μπόλικη άχνη ζάχαρη για να το ομορφύνουν, αλλά οι άλλοι ήταν επαγγελματίες και καταλάβαιναν.

Ο Μάνος από τότε είναι καθισμένος όλη την ημέρα μπροστά στον ηλεκτρονικό υπολογιστή. Όχι πια, δεν στέλνει βιογραφικά και να στείλει κανένα είναι για να της κάνει το κέφι. Διαβάζει όλα τα portal, ξιφομαχεί με τον κάθε έναν που έχει αντίθετη άποψη με τη δικιά του, άνοιξε μερίδα στο facebook και έχει γίνει φίλος με άλλους πεντακόσιους, δεν προλαβαίνει πια ούτε να φάει, πιάνει κουβέντα με τους διαδικτυακούς του φίλους και βρίζει τα «λαμόγια» που τα φάγανε, τους εκάστοτε ανόητους που κυβερνάνε και δεν έχουν ιδέα. Είναι μονάδα μέσα στη μεγάλη παρέα, είναι αρχηγός και έχει γνώμη για όλα, δεν προλαβαίνει για τίποτε άλλο, όλα τα έχει αναλάβει αυτή, είναι ο «winner». Έχει εμμονή πια, τρώει δίπλα στο laptop και όταν «του την βγει», ο αδυσώπητος και ξερόλας «warrior», του απαντάει αμέσως, δεν αφήνει να πέσει τίποτα κάτω, σε ποιόν; Στο «winner»;

Την δουλειά την έχει ξεχάσει πια και τον έχει ξεχάσει και αυτή. Κάποιοι το λένε «μακροχρόνια ανεργία», αυτός λέει ότι περιμένει την ευκαιρία για να ανοίξει ξανά τα φτερά του. Ο Μάνος έχει χάσει πια την επαφή με το περιβάλλον, με την οικογένειά του, με αυτή… Η ανεργία είναι αρρώστια από τις χειρότερες. Άρνηση (αποκλείεται να συμβαίνει αυτό σε εμένα), επιθετικότητα (θα τους δείξω τι χάσανε, τι μπορώ να κάνω), αποδοχή (έχει συμβεί σε τόσους, κάτι θα γίνει) και τελικά αδιαφορία. Αναρωτιέται, αν συμβεί και σ’ αυτή τι θα κάνουν; Το έχει σκεφτεί ποτέ ο Μάνος; Μάλλον όχι.

Ασυναίσθητα έριξε το βλέμμα της πάνω στον καθρέπτη και σιγοψιθύρισε: «Κι είχε ένα σίδερο μ’ ατμό και λίγο ιδρώτα στο λαιμό, Σάββατο απόγευμα στην άκρη εκεί στην πόρτα. Μια πιέτα δύσκολη πατά, απ’ τ’ όνειρό της σταματά κι ανάβει όλα τα φώτα.»

Υ.Γ. Στον κάθε Μάνο που πέφτει χωρίς αλεξίπτωτο και σε αυτές που τον βλέπουν και δεν μπορούν κα κάνουν τίποτα, παρά να ελπίζουν.