Έρευνα ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ- Φεβρουάριος 2016 – Εξαμηνιαία αποτύπωση οικονομικού κλίματος στις μικρές επιχειρήσεις
Επιστροφή στις χειρότερες μέρες της κρίσης προοιωνίζεται η εξαμηνιαία αποτύπωση οικονομικού κλίματος στις μικρές επιχειρήσεις του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ. Από την έρευνα προκύπτει ότι έχει αρχίσει ένας νέος κύκλος στασιμότητας για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και κατ’ επέκταση για την ελληνική οικονομία και ότι η μόνη βεβαιότητα είναι η βεβαιότητα της επιδείνωσης όλων των μεγεθών που αφορούν στην πραγματική οικονομία.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στην αποτύπωση του δεύτερου εξαμήνου του 2015, 3 στις 4 επιχειρήσεις δηλώνουν επιδείνωση της οικονομικής κατάστασής τους και ότι ο μέσος όρος μείωσης του κύκλου εργασιών κυμάνθηκε στο 20,6% ενώ ο ισολογισμός του 2015 για το 43,1% των επιχειρήσεων αυτών, των μικρών και πολύ μικρών, κατέγραψε ζημίες και σχεδόν 2 στις 3 επιχειρήσεις διαπίστωσαν και σε αυτό το εξάμηνο μείωση της ζήτησης 63,4% και των παραγγελιών 69,7%.
Τη μαύρη εικόνα που προκύπτει από την έρευνα το ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ συμπληρώνει το γεγονός ότι 3 στις 4 επιχειρήσεις δήλωσαν επιδείνωση του δείκτη ρευστότητας και ως φυσικό επακόλουθο ο δείκτης αποεπένδυσης παραμένει σε υψηλά επίπεδα με μόλις το 3,4% των επιχειρήσεων να δηλώνει ότι θα προβεί σε νέες επενδύσεις. Αξίζει να σημειωθεί ότι μόλις το 9,4% των ερωτηθέντων αναμένει βελτίωση για την πορεία της επιχείρησής του ενώ το 61,2% αναμένει επιδείνωση και το 52,2% θεωρεί ως πολύ πιθανόν τον κίνδυνο του λουκέτου εκ τω οποίων άμεσο κίνδυνο διακοπής λειτουργίας το επόμενο εξάμηνο αντιμετωπίζει 18,1%. Ως εκ τούτου από αυτά τα στοιχεία προκύπτει ότι η μείωση των επιχειρήσεων το επόμενο εξάμηνο θα είναι 21.000 και θα αφορά κυρίως τις πολύ μικρές επιχειρήσεις ενώ παράλληλα ο κίνδυνος απώλειας 40.000 έως 45.000 θέσεων συνολικής απασχόλησης είναι κάτι περισσότερο από ορατός.
Στην έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ αποτυπώνεται ότι το κυριότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν σήμερα οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις είναι η συσσώρευση φορολογικών υποχρεώσεων και το απόθεμα χρεών που δημιουργήθηκε σε συνδυασμό με τα τρέχοντα υψηλά φορολογικά βάρη. 4 στις 10 επιχειρήσεις αναμένεται να μην είναι σε θέση να ανταποκριθούν στις ασφαλιστικές και φορολογικές υποχρεώσεις για το 2016 και αυτό βεβαίως δεν είναι άσχετο από το γεγονός ότι το 50,3% των μικρών επιχειρήσεων που έχουν αναλάβει δημόσιο έργο έχει «λαμβάνειν» από δομές του δημοσίου (τοπικές- περιφερειακές αρχές, νοσοκομεία, σχολεία, στρατός, βρεφονηπιακοί σταθμοί κα).
Τέλος, ένα ακόμα σημαντικό στοιχείο που αποτυπώνεται στην έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ είναι ότι στις αρχές του 2016, το 61,2% των επιχειρήσεων δήλωσε ότι διαθέτει e-banking, ενώ τερματικό POS διαθέτει το 39,9% των επιχειρήσεων. Τα ποσοστά αν και αυξημένα σε σχέση με τον Ιούλιο του 2015 (48,5% και 28,1% αντίστοιχα), υποδηλώνουν τον χαμηλό βαθμό διείσδυσης της ψηφιακής τεχνολογίας στις μικρές επιχειρήσεις, την έλλειψη πλαισίου κινήτρων εκ μέρους της πολιτείας/ φορολογικών αρχών και τα αυξημένα κόστη τραπεζικών προμηθειών, που εκτείνονται από την αγορά, τη συντήρηση και τη χρησιμοποίηση των τερματικών συσκευών. Είναι ενδεικτικό ότι πάνω από το 37% των επιχειρήσεων επιβαρύνονται με προμήθεια 1,5% και άνω επί του τζίρου, αυξάνει το κόστος ανά επιχείρηση.
Τα κυριότερα συμπεράσματα της έρευνας του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ που έγινε σε συνεργασία με την εταιρεία ΜARC ΑΕ σε πανελλαδικό δείγμα 1007 πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων (0-49 άτομα προσωπικό), στο διάστημα 03 έως 09 Φεβρουαρίου 2016 έχουν ως εξής:
A. ΓΕΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ
1) Η αποτίμηση του β’ εξαμήνου 2015 επιβεβαιώνει τις ανησυχίες της επιχειρηματικής κοινότητας για την επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας που ακολούθησε την κρίση διαπραγμάτευσης του περασμένου Ιουλίου, την εφαρμογή κεφαλαιακών περιορισμών και την αρχή υλοποίησης του 3ου εμπροσθοβαρούς μνημονιακού προγράμματος. 3 στις 4 επιχειρήσεις δηλώνουν επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης (μόνο το 4,8% δηλώνει βελτίωση), ένδειξη ότι οι μικρές επιχειρήσεις υπέστησαν δυσανάλογες ζημίες μέσα στο εξάμηνο. Οι πολύ μικρές επιχειρήσεις και οι αυτοαπασχολούμενοι σημειώνουν τις μεγαλύτερες απώλειες.
2) Ο μέσος όρος μείωσης του κύκλου εργασιών κυμάνθηκε στο 20,6%, σημειώνοντας χαμηλότερη μείωση από την αναμενόμενη, με ενδεχόμενη αιτία την αναδιάταξη του καταναλωτικού προγραμματισμού των νοικοκυριών και την παροδική αύξηση της κατανάλωσης κατά το γ’ τρίμηνο του 2015. Σωρευτικά στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις η συνολική μείωση από την έναρξη της κρίσης και μετά το 2010 αγγίζει μεσοσταθμικά το 75%. Ως προς την κερδοφορία, το 21,1% των επιχειρήσεων δηλώνει ότι ο ισολογισμός κατέγραψε κέρδη στη χρήση του 2015, έναντι του 43,1% που κατέγραψε ζημίες.
3) Το πρόβλημα της ρευστότητας και της χρηματοδότησης παραμένει σημαντικός ανασχετικός παράγοντας για την επιχειρηματική δραστηριότητα, ο οποίος επιτείνεται από την πιστωτική ασφυξία και την αδυναμία αναδιάρθρωσης των κόκκινων δανείων. 3 στις 4 επιχειρήσεις δήλωσαν επιδείνωση του δείκτη ρευστότητας.
4) Ο δείκτης αποεπένδυσης παραμένει σε υψηλά επίπεδα. Σύμφωνα με στοιχεία της ΤτΕ, το ποσοστό απαξίωσης του εργοστασιακού δυναμικού παραμένει στο 35%. Μάλιστα, για το επόμενο εξάμηνο αναμένεται νέα συρρίκνωση των επενδύσεων για 1 στις 3 επιχειρήσεις, ενώ μόλις το 3,4% των επιχειρήσεων δηλώνει ότι θα προβεί σε νέες επενδύσεις. Η κατάσταση αυτή τροφοδοτεί ένα νέο σπιράλ ύφεσης- αποεπένδυσης- υποαπασχόλησης των παραγωγικών συντελεστών.
5) Στους υπόλοιπους δείκτες, σχεδόν 2 στις 3 επιχειρήσεις διαπιστώνουν και σε αυτό το εξάμηνο μείωση της ζήτησης (63,4%) και των παραγγελιών (69,7%).
6) Οι προσδοκίες σχετικά με την πορεία των επιχειρήσεων το επόμενο εξάμηνο είναι αρνητικές, καθώς το 61,2% των επιχειρήσεων αναμένει επιδείνωση, και μόλις το 9,4% βελτίωση. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι αρνητικές προσδοκίες συναρτώνται με τη βεβαιότητα λήψης νέων συσταλτικών μέτρων που θα μειώσουν εισοδήματα και κέρδη. Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η συρρίκνωση του αριθμού των επιχειρήσεων διαμορφώνει όρους καλύτερης τοποθέτησης στην αγορά για ορισμένες επιχειρήσεις συγκεκριμένου μεγέθους και κλαδικής διάρθρωσης. Αυτές κατά τεκμήριο είναι νεότερες (17,2% αυτών προσδοκούν βελτίωση) και μεγαλύτερες (13,7% αυτών προσδοκούν βελτίωση).
7) Το ισοζύγιο θετικών- αρνητικών προσδοκιών παραμένει σταθερά αρνητικό σε όλους τους επί μέρους δείκτες οικονομικών προσδοκιών (-50,0 για τζίρο, ζήτηση, παραγγελίες, ρευστότητα), με την υψηλότερη χαμηλή τιμή να σημειώνει η προσδοκία για το δείκτη ρευστότητας (-54,6).
8) Οι αποπληθωριστικές τάσεις αναμένεται να ενισχυθούν μέσα στο 2016. Το 26,1% των επιχειρήσεων αναμένει περαιτέρω μείωση του επιπέδου τιμών για τα αγαθά/ υπηρεσίες που προσφέρουν, το 61,6% των επιχειρήσεων προβλέπει σταθεροποίηση, ενώ μόλις το 4,3% προβλέπει αυξήσεις τιμών. Οι εκτιμήσεις των εθνικών και διεθνών οργανισμών για ανάσχεση των αποπληθωριστικών τάσεων μέσα στο 2016 φαίνεται να μην επαληθεύονται, με βάση τόσο τις εγχώριες τάσεις, όσο και τις τιμές των παγκόσμια εμπορεύσιμων αγαθών (πετρέλαιο, τρόφιμα). Η χαμηλή ζήτηση επιδεινώνει τις αποπληθωριστικές τάσεις.
Β. ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ
1) Ο ορίζοντας υπέρβασης της κρίσης παραμένει αρκετά μακρινός για τις επιχειρήσεις. Το ποσοστό των μικρών επιχειρήσεων, που θεωρούν πολύ ή αρκετά πιθανό το ενδεχόμενο να έχουν το επόμενο διάστημα σοβαρό πρόβλημα λειτουργίας, σε βαθμό που θα κινδυνεύσουν να κλείσουν, αυξήθηκε στα επίπεδα των προηγούμενων ετών, αντανακλώντας το πραγματικό πρόβλημα επιβίωσης που αντιμετωπίζουν οι επαγγελματίες και οι επιχειρήσεις. Το 52,2% των επιχειρήσεων θεωρεί ως πολύ πιθανό τον κίνδυνο λουκέτου (έναντι 46,3% στην αντίστοιχη έρευνα Ιουλίου 2015).
2) Άμεσο κίνδυνο διακοπής λειτουργίας το επόμενο εξάμηνο αντιμετωπίζει το 18,1% των μικρών επιχειρήσεων. Εκτιμάται ότι η μείωση επιχειρήσεων το επόμενο εξάμηνο θα είναι 21,000 και θα αφορά κυρίως τις πολύ μικρές επιχειρήσεις. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 31,4% των αυτοαπασχολούμενων δηλώνει ότι είναι πολύ πιθανό να διακόψει ή να αναστείλει την επιχειρηματική δραστηριότητα. Το φαινόμενο αυτό προοιωνίζεται την αύξηση της συγκέντρωσης μεριδίων αγοράς σε λιγότερους και μεγαλύτερους οικονομικούς παίκτες.
3) Επισημαίνεται ότι σύμφωνα με το σενάριο βάσης του ΙΜΕ-ΓΣΕΒΕΕ τα πιθανά λουκέτα επιχειρήσεων, που βρίσκονται στο «κόκκινο» συνεπάγονται κίνδυνο απώλειας 40 – 45,000 θέσεων συνολικής απασχόλησης (εργοδότες, αυτοαπασχολούμενοι, μισθωτοί).
Γ. ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ- ΑΓΟΡΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
1) Παρά την αρχόμενη δειλή εμφάνιση ενδείξεων μείωσης της ανεργίας μέσα στο 2015, τα στοιχεία καταδεικνύουν ότι οι μικρές επιχειρήσεις σημείωσαν σημαντικές απώλειες απασχόλησης- αν και μικρότερες του αναμενόμενου- το τελευταίο εξάμηνο. Μείωση προσωπικού κατά το τελευταίο εξάμηνο ανέφερε το 10,3% των επιχειρήσεων ενώ αύξηση ανέφερε μόλις το 3,7%.
2) Σε απόλυτα μεγέθη η απώλεια θέσεων συνολικής απασχόλησης στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις κατά το β’ εξάμηνο του 2015 ανέρχεται στις 45,000 (εκ των οποίων οι 31,000 ήταν μισθωτής απασχόλησης), στοιχείο που εν μέρει επιβεβαιώνεται από τις ροές μισθωτής απασχόλησης που δημοσιεύει η Εργάνη, καθώς προκύπτει ότι το εξάμηνο Ιουλίου 2015- Ιανουαρίου 2016 σημειώθηκε αρνητικό ισοζύγιο προσλήψεων- απολύσεων μεγαλύτερο του αντίστοιχου διαστήματος 2014 (121,000 έναντι 77,000). Τις μεγαλύτερες απώλειες σημείωσαν οι επιχειρήσεις μικρομεσαίας κεφαλαιοποίησης (με τζίρο 100-300 χιλιάδες και επιχειρήσεις με 2-3 άτομα προσωπικό. Τούτο σημαίνει ότι διαμορφώνεται ένα οικονομικό πλαίσιο 2 ταχυτήτων, με σταδιακή εξαφάνιση των επιχειρήσεων με λίγα άτομα προσωπικό (2-5) και υψηλότερη κατανομή σε επιχειρήσεις- αυτοαπασχολούμενων μέχρι και 1 άτομο και σε επιχειρήσεις με περισσότερο προσωπικό.
3) Οι μελλοντικές ροές απασχόλησης δεν αναμένεται να ενισχυθούν, καθώς η προβολή στην αναλογία προσλήψεων-απολύσεων για το επόμενο εξάμηνο είναι 2:5. Ο κλάδος του εμπορίου σημειώνει τη χειρότερη επίδοση με αναλογία 1:5.
4) Από τα ευρήματα και τις επεξεργασμένες προβολές του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ προκύπτει οι προοπτικές μείωσης της ανεργίας είναι περιορισμένες. Εάν επαληθευτούν οι εκτιμήσεις του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ τότε υπάρχει κίνδυνος απώλειας 14,000-18,000 επιπλέον θέσεων μισθωτής απασχόλησης πέραν των όσων προκύψουν από τα πιθανά λουκέτα στο επόμενο εξάμηνο. Συνολικά, αναμένεται να απολεσθούν 52,000-55,000 θέσεις απασχόλησης, αν συμπεριλάβουμε τις απώλειες από τον αριθμό όσων αναστείλουν την επιχειρηματική δραστηριότητα (εργοδότες, αυτοαπασχολούμενοι).
5) Η επέκταση των καθεστώτων ευέλικτης απασχόλησης εξηγεί τη μερική απορρόφηση της υφεσιακής επίδρασης που είχε το β’ εξάμηνο στην οικονομία και τις επιχειρήσεις. Το 45,2% (έναντι 39% στην έρευνα του Ιουλίου 2015) δηλώνει ότι έχει μειώσει χρόνο εργασίας για κάποιους υπαλλήλους μέσα στο εξάμηνο.
6) Καταγράφεται επαναληπτικά η δυσκολία που αντιμετωπίζουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις στην έγκαιρη καταβολή των μισθών. 1 στις 2 επιχειρήσεις παρουσιάζει αυτό το πρόβλημα χωρίς κάποια τάση εκτόνωσης και 1 στις 3 επιχειρήσεις δήλωσαν ότι έχουν μειώσει τις αποδοχές των υπαλλήλων στο προηγούμενο εξάμηνο. Επιπρόσθετα, 1 στις 3 επιχειρήσεις δηλώνει ότι είναι πολύ πιθανό να μειώσει μισθούς ή ώρες εργασίας στο επόμενο εξάμηνο. Δεδομένης της έλλειψης προοπτικής για αύξηση της ζήτησης και των επενδύσεων, η πρακτική αυτή θα παραμένει μια ύστατη πράξη επιβίωσης για τις μικρές επιχειρήσεις.
Δ. ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ- ΟΦΕΙΛΕΣ
1) ο μεγαλύτερο ποσοστό των επιχειρήσεων με καθυστερημένες οφειλές αφορά τις υποχρεώσεις προς ασφαλιστικά ταμεία (28,1%). Αν υπολογίσουμε το συνολικό αριθμό των φυσικών προσώπων οφειλετών (που ενδέχεται να βρίσκονται στην ίδια εταιρεία ΟΕ,ΕΕ), τότε 4 στους 10 «μικρούς επιχειρηματίες» του ΟΑΕΕ έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές στο ασφαλιστικό τους ταμείο.
2) Υψηλές παραμένουν οι ληξιπρόθεσμές οφειλές προς ΔΕΚΟ, καθώς πάνω από 1 στις 4 επιχειρήσεις δεν αποπληρώνει εγκαίρως. Σήμερα, πάνω από επιχειρήσεις έχουν χρέη προς τις εταιρείες παροχής ηλ. ρεύματος.
3) Ενισχύεται οριακά το ποσοστό των οφειλών επιχειρήσεων προς ιδιώτες (24,3% προς προμηθευτές και 23,3% προς μισθωτές), ένδειξη μετάθεσης του συνολικού όγκου του ιδιωτικού χρέους, που εκτιμάται σε πάνω από 200 δις, στο σύνολο της οικονομίας (νοικοκυριά και επιχειρήσεις).
4) Ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τις τράπεζες έχει το 14,5% των μικρών επιχειρήσεων. Σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία της ΤτΕ, τα ληξιπρόθεσμα χρέη των επιχειρήσεων ανέρχονταν τον Σεπτέμβριο του 2015 στα 110 δις, εκ των οποίων οι μικρές επιχειρήσεις έχουν ανοίγματα 20 δις. Τούτο σημαίνει ότι υπάρχουν σημαντικά περιθώρια ρύθμισης των δανείων αυτών με ένα συστηματικό και αποτελεσματικό τρόπο, χωρίς σημαντικές απώλειες και χωρίς αναγκαιότητα εγγραφών νέων προβλέψεων για το τραπεζικό σύστημα.
5) Το κυριότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν σήμερα οι επιχειρήσεις είναι η συσσώρευση φορολογικών υποχρεώσεων και το απόθεμα χρεών που δημιουργήθηκε, σε συνδυασμό με τα τρέχοντα υψηλά φορολογικά βάρη. Παρά τις ευεργετικές ρυθμίσεις των 100 δόσεων για φορολογικές και ασφαλιστικές οφειλές που μείωσαν εντός του 2015 το ποσοστό των επιχειρήσεων που έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές παραμένει η εκπεφρασμένη αδυναμία τους να εκπληρώσουν τις υψηλές φορολογικές και ασφαλιστικές υποχρεώσεις στο επόμενο εξάμηνο. 4 στις 10 επιχειρήσεις αναμένεται να μην είναι σε θέση να ανταποκριθούν στις φορολογικές και ασφαλιστικές υποχρεώσεις για το 2016.
6) Αντίστροφα, η χαμηλή συμμετοχή στις δημόσιες συμβάσεις και το φαινόμενο των καθυστερημένων πληρωμών εκ μέρους του δημοσίου είναι ένα σημαντικό πρόβλημα που πλήττει τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Το 50,3% των μικρών επιχειρήσεων που έχουν αναλάβει δημόσιο έργο έχει «λαμβάνειν» από δομές του δημοσίου (τοπικές- περιφερειακές αρχές, νοσοκομεία, σχολεία, στρατός, βρεφονηπιακοί σταθμοί κα).
Ε. ΕΙΔΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΜΙΚΡΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ- ΕΜΠΟΡΙΟ & ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ
1) Για ακόμη μια χρονιά τα οικονομικά αποτελέσματα από τις χειμερινές εκπτώσεις ήταν απογοητευτικά, καθώς μόνο το 5% των εμπορικών επιχειρήσεων δήλωσε αύξηση της κίνησης (61,3% δήλωσε μείωση). Σε αυτή τη συνθήκη συνετέλεσε και η περιορισμένη πρόσβαση των μικρών επιχειρήσεων σε ψηφιακές- ηλεκτρονικές συναλλαγές, που δημιούργησε όρους συγκέντρωσης σε ορισμένους κλάδους και μεγέθη επιχειρήσεων.
2) Συνολικά, στις αρχές του 2016, το 61,2% των επιχειρήσεων δήλωσε ότι διαθέτει e-banking, ενώ τερματικό POS διαθέτει το 39,9% των επιχειρήσεων. Τα ποσοστά αν και αυξημένα σε σχέση με τον Ιούλιο του 2015 (48,5% και 28,1% αντίστοιχα), υποδηλώνουν τον χαμηλό βαθμό διείσδυσης της ψηφιακής τεχνολογίας στις μικρές επιχειρήσεις, την έλλειψη πλαισίου κινήτρων εκ μέρους της πολιτείας/ φορολογικών αρχών και τα αυξημένα κόστη τραπεζικών προμηθειών, που εκτείνονται από την αγορά, τη συντήρηση και τη χρησιμοποίηση των τερματικών συσκευών.
3) Είναι ενδεικτικό ότι πάνω από το 37% των επιχειρήσεων επιβαρύνονται με προμήθεια 1,5% και άνω επί του τζίρου, γεγονός που θα ισοδυναμούσε με πολλαπλάσια αύξηση του ΦΠΑ, καθώς αυξάνει το κόστος ανά επιχείρηση αλλά διατηρεί και το ύψος του καταβαλλόμενου φόρου στα αρχικά επίπεδα.
ΣΤ. ΕΙΔΙΚΟ ΘΕΜΑ- ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΛΙΜΑ/ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΧΩΡΑΣ
1) Μικρή υποχώρηση σημειώνεται ως προς την αναλογία εκείνων των επιχειρήσεων που θεωρούν ότι οι προοπτικές ανάπτυξης είναι ευνοϊκότερες μέσα στη ζώνη του ευρώ ((50,4%), έναντι εκείνων που θεωρούν ότι είναι ευνοϊκότερες με εθνικό νόμισμα (23,9%).
2) Το παραπάνω εύρημα συναρτάται με τον ορίζοντα ανάκαμψης της οικονομίας. Η αίσθηση που έχει η απόλυτη πλειοψηφία των επιχειρήσεων (άνω του 50%) είναι ότι για να επιστρέψουμε σε τροχιά ανάπτυξης θα απαιτηθούν τουλάχιστον ακόμη πέντε χρόνια (μετά το 2020).
3) Στο πολιτικό κλίμα, οι επιχειρήσεις φαίνεται να απορρίπτουν το ενδεχόμενο νέων εκλογών, και προτιμούν την εξάντληση της τετραετίας, είτε από την παρούσα κυβέρνηση (15,2%), είτε από ένα κυβερνητικό σχήμα ευρύτερης συνεργασίας (44,5%).
Δείτε το πλήρες κείμενο της Εξαμηνιαίας αποτύπωσης οικονομικού κλίματος στις μικρές επιχειρήσεις (0-49 άτομα προσωπικό οι οποίες αποτελούν το 99,6% των ελληνικών επιχειρήσεων)
* Η έρευνα που παρουσιάζεται είναι η πρώτη για το 2016 που διεξάγει το Ινστιτούτο Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ σε συνεργασία με την εταιρία MARC AE σε εξαμηνιαία βάση από τον Μάιο του 2009. Έγινε σε πανελλαδικό δείγμα 1007 πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων (0-49 άτομα προσωπικό), στο διάστημα 3 έως 9 Φεβρουαρίου 2016 και έχει ως βασικό στόχο την αποτύπωση του οικονομικού κλίματος στις πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις, στους κλάδους της μεταποίησης, του εμπορίου και των υπηρεσιών, που αποτελούν το 99,6% των επιχειρήσεων στην Ελλάδα. Τα ευρήματα αυτής της έρευνας μπορούν να συγκριθούν με τα αντίστοιχα των προηγούμενων ερευνών (Μάιος 2009 – Ιούλιος 2015). Οι έρευνες αυτές αποτελούν το μοναδικό εργαλείο, σε πανελλαδικό επίπεδο, για την καταγραφή της κατάστασης και της πορείας του μεγαλύτερου τμήματος της πραγματικής οικονομίας στην Ελλάδα. Τα πρωτογενή δεδομένα οικονομικού και επιχειρηματικού κλίματος χρησιμοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων για την κατασκευή των δεικτών ευρωπαϊκού οικονομικού κλίματος και είναι συγκρίσιμα με τα στοιχεία άλλων χωρών της ΕΕ.
Όπως και στις προηγούμενες έρευνες, έτσι και τώρα, υπάρχει μια σαφής καταγραφή των τάσεων του οικονομικού κλίματος καθώς και η παρακολούθηση των βασικών δεικτών λειτουργίας των μικρών επιχειρήσεων κατά το 2ο εξάμηνο του 2015, ενώ παράλληλα επιχειρείται οικονομική πρόβλεψη για το 1ο εξάμηνο του 2016.