6 δις ετησίως η απώλεια εσόδων του Δημοσίου από το παραεμπόριο των ψευδεπίγραφων προϊόντων
Συζητήθηκε στη Βουλή ερώτηση του Βουλευτή κ. Δ. Καμένου σχετικά με το παραεμπόριο των ψευδεπίγραφων προϊόντων και τις απώλειες της πολιτείας από τα αντίστοιχα έσοδα. Ο κ βουλευτής κατέθεσε στοιχεία σύμφωνα με τα οποία ο τζίρος του παραεμπορίου αγγίζει τα 15 με 20 δις ευρώ, ενώ το δημόσιο χάνει περί τα 6 δις ευρώ κάθε έτος.
Στον κ. Βουλευτή απάντησε ο Αναπληρωτής Υπουργός Οικονομικών ο οποίος σε ένα μέρος του λόγου του, ανέφερε ότι: «…αυτό το πρόβλημα απασχολεί και το Δημόσιο και τις επιχειρήσεις, οι οποίες χάνουν τεράστια έσοδα. Εκτός από αυτά τα έσοδα τα οποία είπατε, έχουμε και ένα έμμεσο κόστος από τα προβλήματα υγείας που δημιουργούν αυτά τα προϊόντα, διότι πάρα πολλά δεν πληρούν στοιχειώδεις κανόνες υγείας και δημιουργούν μια σειρά από προβλήματα, είτε στο θέμα των τσιγάρων είτε των ρούχων είτε σε άλλα τέτοια προϊόντα».
Με το επίκαιρο της συζήτησης, θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε το θέμα «ψευδεπίγραφα προϊόντα», έτσι που ο αναγνώστης να σχηματίσει άποψη για την ανάγκη που ωθεί το καταναλωτικό κοινό να τα προμηθεύεται, δεδομένου ότι τα περισσότερα από αυτά αναφέρονται σε προϊόντα life style και συνεπώς είναι μη αναγκαία για την επιβίωση.
Ψευδεπίγραφα προϊόντα ή προϊόντα «μαϊμού» ή «fake», ή ρεπλίκες. Πριν κάποιους μήνες, υπήρξε ένα δημοσίευμα ότι στο Πεκίνο υφίσταται «apple store» με όλα τα προϊόντα της γνωστής εταιρείας σε αντίγραφα. Το σημαντικό είναι πως οι υπάλληλοι του συγκεκριμένου καταστήματος δεν γνώριζαν ότι πρόκειται για ένα κατάστημα πιστή αντιγραφή ενός πραγματικού καταστήματος της «Apple», αλλά θεωρούσαν ότι δουλεύουν για τη συγκεκριμένη πολυεθνική εταιρεία.
Ποιο είναι όμως το κίνητρο που οδηγεί κάποιον στην ανάγκη να προμηθευτεί ένα ψευδεπίγραφο προϊόν, έχοντας γνώση του ότι αυτό είναι αντίγραφο. Η επίμαχη λέξη είναι «αντικομφορμισμός» ή διαφορετικά η ανάγκη του ατόμου να διαφοροποιείται και να ξεχωρίζει από το σύνολο. Πως γίνεται αυτό; Συνήθως αρχικά μέσω της ενδυμασίας και επεκτείνεται στα λεγόμενα αγαθά life style, αγαθά που δεν εξυπηρετούν πρωτογενείς βιοτικές ανάγκες του ατόμου, αλλά ανάγκες αναγνώρισης από το κοινωνικό σύνολο. Οι ανάγκες αυτές τελικά φαίνεται πως είναι αξεπέραστες για κάποιους, οι οποίοι μη έχοντας την οικονομική δύναμη να αγοράσουν το συγκεκριμένο επώνυμο προϊόν, καταφεύγουν όχι σε ένα φθηνό υποκατάστατο (substitute), αλλά σε ένα εμφανές κακό αντίγραφο του πρωτοτύπου. Αυτό ξεκινάει από την ένδυση και τα σχετικά με αυτή (π.χ. επώνυμες τσάντες) αυτής και συνήθως επεκτείνεται σε καθημερινά αξεσουάρ που προσδίδουν θεωρητικά άλλη κοινωνική θέση στον κάτοχο (ωρολόγια χειρός, κινητά τηλέφωνα κ.λπ.).
Η θέση των επώνυμων οίκων στο θέμα της αντιγραφής είναι κάθετη. Οι κατασκευαστές και διακινητές ψευδεπίγραφων προϊόντων είναι εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου, επειδή εξαπατούν το κοινό (ενίοτε), απαξιώνουν το πρωτότυπο προϊόν και τον εμπνευστή του, αναιρούν την έρευνα, τόσο ως προς το προϊόν όσο και ως προς τις ανάγκες της αγοράς και τελικά, διακινώντας παράνομα προϊόντα, τροφοδοτούν το παραεμπόριο και την φοροδιαφυγή.
Η θέση των κατασκευαστών αντιγράφων είναι τελείως διαφορετική. Θεωρούν ότι οποιοσδήποτε έχει δικαίωμα να αντιγράψει τη δουλειά κάποιου άλλου. Οι επώνυμες εταιρείες εκτοξεύουν την τιμή πώλησης με υπερβολικά ποσοστά κέρδους, δαπανούν εξωφρενικά ποσά για διαφήμιση του προϊόντος εκμεταλλευόμενοι σύγχρονες θεωρίες της ψυχολογίας του καταναλωτή, μεγεθύνοντας όμως με τον τρόπο αυτό υπέρμετρα το κόστος του προϊόντος. Επιπλέον, επεμβαίνουν στον ελεύθερο ανταγωνισμό έτσι ώστε δημιουργώντας μονοπώλια ή ολιγοπώλια να διαμορφώνουν υψηλές τιμές πώλησης. Οι κατασκευαστές ψευδεπίγραφων προϊόντων θεωρούν πως με τα αντίγραφά τους δικαιούνται ένα μεγάλο κομμάτι της αναγνωρισημότητας του αρχικού προϊόντος επειδή το κάνουν απτό στο ευρύ κοινό και συνεπώς απαιτούν ένα κομμάτι από την πίτα του κέρδους. Εξάλλου, δεν αντιτίθενται να φορολογηθούν, εφόσον τα προϊόντα τους διακινηθούν νόμιμα.
Τελικά η αλήθεια βρίσκεται μάλλον κάπου στη μέση. Είναι σίγουρο ότι κανείς δεν πρέπει να αντιγράφει την πρωτότυπη εργασία κάποιου, αλλά λαμβάνοντας αυτή ως βάση να εξελίσσει το προϊόν ή την υπηρεσία. Από την άλλη, ο αρχικός κατασκευαστής δεν έχει το δικαίωμα να παρεμβαίνει στην ελεύθερη λειτουργία της αγοράς, ορθώνοντας φραγμούς εισόδου και δημιουργώντας μονοπωλιακές ή ολιγοπωλιακές καταστάσεις, στοχεύοντας σε υπερκέρδη.
Το πρόβλημα γιγαντώνεται σε χώρες όπως η Ελλάδα που σε λίγα χρόνια άλλαξε δραματικά καταναλωτικό επίπεδο. Η ανάμνηση εποχών υπερκαταναλωτισμού, αλόγιστης σπατάλης, αλλά και έντονης προσωπικής προβολής, αν και στηλιτεύεται από όλους ασκεί μια κρυφή γοητεία. Χρέος του κράτους είναι να περιορίσει το φαινόμενο, όχι μόνο για λόγους κοινωνικής δικαιοσύνης, αλλά επειδή έχει τεράστια απώλεια φορολογικών εσόδων, γιατί κάτι παράνομο δεν μπορεί να πουληθεί νόμιμα και να αποδώσει φόρους.
Με δεδομένη την ερώτηση του Βουλευτή κ. Δημήτρη Καμένου και την τοποθέτηση του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, θεωρούμε πως έφθασε ο κατάλληλος χρόνος για την απαρχή μιας συζήτησης για το θέμα, επειδή το ζήτημα του παραεμπορίου και των κλεψίτυπων προϊόντων είναι περισσότερο σύνθετο από ότι φαίνεται. Ο εμφανής παραβάτης είναι εύκολα αναγνωρίσιμος, η αύξηση όμως του κόστους και η απογείωση της τιμής αγαθών ελάχιστης αξίας μέσω της διαφήμισης και με την κατοχύρωση σημάτων που δεν είναι αποτελέσματα σημαντικών δαπανών R & D (έρευνας και ανάπτυξης), αλλά διαφημιστικών δαπανών, υπερκοστολόγησης και τελικά χαμηλών κερδών και ελάχιστων φορολογικών εσόδων, δεν θεωρούμε ότι είναι η απάντηση στο θέμα κλεψίτυπα προϊόντα και παραεμπόριο. Σε κάθε περίπτωση, αρνούμαστε να δεχθούμε ότι ένα T-shirt μηδαμινής αξίας εκτοξεύεται σε τιμή πώλησης επειδή έχει ως στάμπα ένα γνωστό καρτούν ή το πρόσωπο ενός celebrity, ούτε πως μπορεί κάποιος να απαγορεύει σε όλη την βιομηχανία της κλωστοϋφαντουργίας να παράγει υφάσματα με τυπωμένες πέντε παράλληλες και πέντε κάθετες γραμμές, επειδή σχεδιάστηκε από αυτόν πρώτη φορά και κατοχυρώθηκε.