Και μετά τι;

Το άρθρο αυτό γράφεται Κυριακή απόγευμα, λίγες ώρες πριν την ψηφοφορία στην Βουλή για το ασφαλιστικό – φορολογικό νομοσχέδιο. Ένα νομοσχέδιο που όταν γίνει πια νόμος του κράτους θα μας φέρει θεωρητικά πιο κοντά στις απαιτήσεις των Θεσμών, θα ολοκληρωθεί η αξιολόγηση και τελικά θα λάβουμε το πολυπόθητο ποσό με το οποίο στο τέλος του Ιούλη θα εξοφλήσουμε τα ώριμα για τότε χρέη στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και ένα μικρό ποσό θα μείνει για να χρηματοδοτηθούν άμεσες ανάγκες της πολιτείας, για την άμυνα που από ότι φαίνεται μας είναι απολύτως αναγκαία, για την υγεία που παραπαίει, για την παιδεία που κατ’ ευφημισμό ονομάζεται πλέον έτσι και τόσα άλλα.

Η ευχή είναι να πάνε όλα καλά και το ερώτημα είναι «και μετά τι;». Οι μήνες θα περάσουν, η ανάγκη για χρηματοδότηση θα εμφανισθεί και πάλι επιτακτική, τουλάχιστον για να εξοφλήσουμε ώριμες υποχρεώσεις μας, θα ζητήσουμε πάλι κάποιο ποσό, οι δανειστές μας θα ζητήσουν συγκεκριμένα μέτρα και ο κύκλος θα διαγράψει πάλι την πορεία του, η οποία όμως δεν είναι αέναη.

Ως πολίτης αυτής της χώρας μου δημιουργούνται απλά ερωτήματα που ο κάθε ένας μας πιστεύω ότι έχει. Χρωστάμε πάνω από δύο φορές το ακαθάριστο εθνικό προϊόν μας. Αν συνέβαινε αυτό σε προσωπικό επίπεδο, θα έπρεπε κάποιος να εργάζεται για δύο και πλέον χρόνια και να μην καταναλώνει απολύτως τίποτα. Αν σε προσωπικό επίπεδο φαίνεται ανεδαφικό (έστω και αν υπήρχε κάποιος που θα μας κάλυπτε τα στοιχειώδη έξοδα), σε επίπεδο κράτους είναι αδιανόητο, επειδή θα πρέπει να υπάρξει μια ανάλογου μεγέθους οντότητα η οποία να αναλάβει τη λειτουργία του κράτους αυτού. Το βασικό ερώτημα λοιπόν που δημιουργείται, δεν είναι γιατί δανειστήκαμε, κάτι που θα το έκανε ο καθένας που είχε ανάγκη ή απλώς είναι από τη φύση του ασυνεπής, αλλά γιατί μας δάνεισαν; Αν μία επιχείρηση με τις αντίστοιχες δικές μας ανάγκες χρηματοδότησης ως κράτος, απευθυνόταν σε οποιαδήποτε τραπεζικό ίδρυμα για δανεισμό, η αλήθεια είναι πως δεν θα προκαλούσε καν το θυμό του τραπεζίτη, αλλά ασταμάτητο γέλιο. Εμάς λοιπόν γιατί; Να επισημάνω ότι, όπως αναφέρει και στο άρτι εκδοθέν βιβλίο του ο τέως Υπουργός Οικονομικών, ενώ ζητήθηκε ως δάνειο ένα «χ» ποσό από τους δανειστές μας, μας προσφέρθηκε το υπερδιπλάσιο, το οποίο και  πήραμε. Φυσικά και αυτά τα χρήματα χάθηκαν στη χοάνη του Δημοσίου τομέα, έγιναν προσλήψεις υπαλλήλων των περισσότερων με συμβάσεις ορισμένου χρόνου και με κλείσιμο του ματιού ότι «έλα τώρα έτσι και βλέπουμε» και γενικά δεν τροφοδότησαν την πραγματική οικονομία. Το ερώτημά μου όμως παραμένει, τουλάχιστον σε προσωπικό επίπεδο, αναπάντητο. Γιατί; Δεν βλέπανε ότι δεν υπήρχε καμία περίπτωση να πάρουν πίσω τα χρήματά τους; Εμείς ως κράτος, απέχουμε πλέον κατά πολύ από το να μπορούμε να εξοφλούμε τους ετήσιους τόκους και αυτούς με άλλον δανεισμό, για ποιο κεφάλαιο να συζητήσουμε…

Η απάντηση που δίνω στον εαυτό μου, θεωρώντας ότι οι δανειστές μας διαθέτουν εξαιρετικούς οικονομολόγους και συνεπώς γνώριζαν από πριν την τύχη των δανείων τους είναι διττή: Είτε ότι τελικά αντί εξοφλήσεως των δανείων θα ζητήσουν ότι αξιόλογο έχει αυτή η χώρα, είτε ότι είμαστε ένα σημαντικό τουβλάκι στο Ευρωπαϊκό και πιθανώς Παγκόσμιο ντόμινο, που αν καταρρεύσει θα συμπαρασύρει σε κατάρρευση όλο το σύστημα. Δεδομένου όμως του χρονίζοντος προβλήματος που  διαφάνηκε από το 2008 και το 2010 επισημοποιήθηκε, θεωρώ ότι έχουν γίνει πλέον από τα «θιγόμενα» μέρη οι απαραίτητες ενέργειες και έχουν αναπτυχτεί οι αναγκαίοι μηχανισμοί, έτσι ώστε τυχόν κατάρρευση της οικονομίας της Ελλάδας να μην διαλύσουν και το Παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα. Οπότε καταλήγω στην πρώτη μου απάντηση, στο ότι δηλαδή κάτι θέλουν.

Εδώ πάλι έχω τη γνώμη ότι υπάρχουν δύο θεωρίες: Αυτή των υπέρ-Ελλήνων που θεωρούν ότι η χώρα μας είναι μία πλωτή εξέδρα πάνω σε μια τεράστια λεκάνη πετρελαίου και φυσικού αερίου, ή ότι μας ζηλεύουν εκ γενετής επειδή, όπως έλεγε και ο παππούς μου και ο παππούς του παππού μου «όταν εμείς φτιάχναμε τον Παρθενώνα αυτοί μάζευαν βαλανίδια από τα δένδρα». Η άλλη θεωρεία έχει μάλλον περισσότερη σχέση με την πραγματικότητα. Τα δύο συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας είναι η ναυτιλία και ο τουρισμός. Από εκεί και πέρα έχουμε μεν έναν αξιόλογο πρωτογενή τομέα αλλά κοστολογικά και σε επίπεδα παραγωγής απέχουμε πολύ από άλλες χώρες, ανταγωνίστριες. Η Ελλάδα παράγει εξαιρετικό ελαιόλαδο (ένα προϊόν όμως που δεν βρίσκεται στο διαιτολόγιο των χωρών όλου του πλανήτη), αλλά η Ισπανία και η Ιταλία, παράγουν φθηνότερα, η δε Αφρικανική πλευρά της λεκάνης της Μεσογείου δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί σε επίπεδο τιμών. Το κρασί μας είναι υπέροχο, αλλά η Νότια Αφρική, η Ισπανία, η Πορτογαλία και πολλές άλλες χώρες παράγουν εξίσου καλό κρασί και το διαθέτουν σε φθηνότερες τιμές, οι δε Ιταλοί, ότι δεν παράγουν το αγοράζουν από εμάς και το πουλούν ως δικό τους σε πολλαπλάσια τιμή, επειδή έχουν πολύ καλύτερο marketing. Ο δευτερογενής τομέας αυτή την στιγμή ουσιαστικά δεν υφίσταται στην Ελλάδα, όχι λόγω ελλείψεως τεχνογνωσίας, αλλά λόγω παντελούς ελλείψεως χρηματοδότησης, συνεπώς δεν θα μπορούσαμε να μιλάμε εδώ για κάποιο έστω και ελάχιστο συγκριτικό πλεονέκτημα. Ο τριτογενής τομέας (εξαιρουμένου του τουρισμού και των θαλάσσιων μεταφορών), αφορά κυρίως τη διαχείριση του πλούτου και γενικά του χρήματος, κάτι που σημαίνει ανεπτυγμένο τραπεζικό σύστημα, το οποίο όμως νοσεί βαθειά στη χώρα μας. Επί πλέον, απαιτεί μερίδιο αγορά από χώρες γίγαντες, κάτι που θα ήταν αδύνατο για εμάς, βλέποντας πλέον ότι και η «Βασίλισσα» του είδους Ελβετία, αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα και χάνει συνεχώς μερίδιο αγοράς. Για να κλείσουμε την ενότητα, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι ένα πολύ μεγάλο ποσοστό την νέας γενιάς, με σοβαρή τριτοβάθμια εκπαίδευση και γνώση της παγκόσμιας γλώσσας, έχει «στήσει» τη ζωή του σε άλλες χώρες, πιθανώς να έχει σχηματίσει οικογένειες με αλλοδαπούς συζύγους, η δε επιστροφή του στην Ελλάδα να έχει πλέον ελάχιστες πιθανότητες.

Η τελείως προσωπική μου θεωρία που εύχομαι και ελπίζω να είναι λανθασμένη, είναι ότι τελικά τα δύο φιλέτα της Ελλάδας, ναυτιλία και τουρισμός, θα αρχίζουν να αλλάζουν χέρια. Ήδη στην ναυτιλία δεχόμαστε επίθεση από χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης επειδή φορολογούμε τις δραστηριότητες με βάση του tonnage tax, κάτι που εφαρμόζουν οι περισσότερες οικονομίες με σημαντική ναυτιλία. Οι χώρες αυτές,  κινούν διαδικασίες παραπομπής της χώρας μας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για αλλοίωση των όρων ανταγωνισμού και ταυτόχρονα καλούν τους Έλληνες πλοιοκτήτες να μεταφέρουν τις σημαίες των πλοίων τους (flag out) και τις καταστατικές τους έδρες στις δικές τους χώρες – ναυτιλιακούς παραδείσους.

Όσον αφορά τον τουρισμό στην ουσία δεν υφίστανται «φραγμοί εισόδου». Άλλες χώρες (Μάλτα) δεν επιτρέπουν την απόκτηση ακινήτων ή γης πάνω από ένα συγκεκριμένο μέγεθος και με συγκεκριμένους όρους αξιοποίησης, ενώ σε εμάς, όσον αφορά ιδιοκτησίες ιδιωτών, μπορούν να μεταφερθούν σε αλλοδαπή ιδιοκτησία με δεκάδες τρόπους. Επί πλέον, οι νέοι ιδιοκτήτες, δεν θα είναι κάποιοι «παχουλοί ξένοι με όνομα και επίθετο», αλλά επενδυτικά κεφάλαια αγνώστων ιδιοκτητών και με διαχειριστές επαγγελματίες, οι οποίοι θα ενδιαφέρονται όπως είναι φυσικό μόνο για τη μεγιστοποίηση του κέρδους της επιχείρησης. Το μόνο καλό στο παρόν σενάριο είναι οι θέσεις εργασίας που μπορεί να προκύψουν.

Το άρθρο τελειώνει με τον τίτλο του. Και μετά τι; Η χώρα βρίσκεται σε ένα κομβικό σημείο που οποιαδήποτε Κυβέρνηση με οποιονδήποτε σχεδιασμό, είναι τρομερά δύσκολο έως αδύνατο να ανατρέψει την υφιστάμενη κατάσταση. Η μείωση της καταναλωτικής δύναμης των πολιτών είναι ραγδαία. Οι ήδη συνταξιούχοι έχουν περιπέσει και αυτοί στην αυταπάτη των παροχών που κατέβαλαν εν ενεργεία, είτε αυτές ήταν πράγματι σημαντικές, είτε αυτοί τις θεωρούσαν σημαντικές. Δυστυχώς, οι συντάξεις και οι μισθοί έχουν  σχέση με την παρούσα κατάσταση, η δε περαιτέρω μείωση είναι αναπόφευκτη αν η οικονομία δεν μπορέσει να συγκρατηθεί στα ήδη υφιστάμενα επίπεδα. Βασική γραμμή θεωρώ ότι είναι η σταθεροποίηση της οικονομίας και ουσιαστικά να πάψουμε πλέον να δανειζόμαστε. Επειδή όμως η τελευταία πρότασή μου είναι αυτοεκπληρούμενη προφητεία μόνο από τη δική μας μεριά, οι δε δανειστές μας όπου η πολιτική ηγεσία έδωσε λύσεις για σημαντική εσωτερική χρηματοδότηση (εκατό δόσεις, νομιμοποίηση κεφαλαίων εξωτερικού, φορολογική περαίωση), αντέδρασε με επιχειρήματα που αναγόταν στη σφαίρα της ηθικής (δεν είναι δίκαιο για αυτούς που κατέβαλλαν κανονικά τους φόρους τους), θεωρώ ότι δεν αποζητούν την απαγκίστρωση από αυτήν την ατελέσφορη διαδικασία.

Ο χρόνος είναι αμείλικτος και κάποτε ξεσκεπάζει τα πάντα, η περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου βρίσκεται σε συνεχή αναβρασμό, η χώρα δεν θεωρείται βρίσκεται σε πολυεπίπεδη κρίση και λείπει η ομοψυχία. Αν δεν βρεθεί μία νέα αναπτυξιακή κατεύθυνση, αν δεν γίνει κατανοητό ότι σε μία χώρα με διαλυμένη οικονομία και σαθρό κοινωνικό ιστό οι μέχρι σήμερα κινήσεις αποδεικνύονται ατελέσφορες, το ερώτημα θα μένει πάντα αναπάντητο. Και μετά τι;