Αθλητικός παράγοντας

Την δεκαετία του ογδόντα ήμουν νέος, ευσταλής και ωραίος. Με τα γράμματα δεν είχα και ιδιαίτερη σχέση και μου άρεσε η καλή ζωή. Θα μου πείτε σε ποιον δεν αρέσει; Πήγα φαντάρος και ξεμπέρδεψα γρήγορα – γρήγορα και υποτίθεται έψαχνα για δουλειά. Υποτίθεται λέω επειδή είχα έναν μπάρμπα ανύπαντρο και άτεκνο, ο οποίος με είχε για παιδί του. Βασικά με χαρτζιλίκωνε αδιάλειπτα κάθε μήνα με ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό και έτσι περνούσα μια χαρά. Να φανταστείτε, κάποια φορά βρήκα δουλειά σε ένα μηχανουργείο και για να δουλεύω από το πρωί μέχρι το βράδυ και Σάββατο, μου δίνανε τα μισά από ότι ο μπάρμπας μου. Τους είπα και εγώ ότι με συμφέρει το χαρτζιλίκι στον μπάρμπα και ο λογιστής της εταιρείας με είπε «χλιδάνεργο». Νόμισα ότι έβρισε τη μάνα μου, πήγε να γίνει φασαρία, αλλά μετά με εξήγησε ότι έτσι λένε κάποιον που έχει πόρους από την οικογένειά του και το μεροκάματο είναι μικρότερο από το χαρτζιλίκι. Ηρέμησα τελικά, αλλά ήμουν ένα και ογδόντα παιδί και κάτι τέτοια δεν τα μάσαγα.

Λόγω του σημαντικού ύψους για τη γενιά μου και της έλξης προς το άλλο φύλλο, μερικά απογεύματα πήγαινα σε μια αλάνα στη γειτονιά που είχε δύο στρόγγυλα σίδερα και εμείς τα λέγαμε μπασκέτες, μαζευόταν όλος ο θηλυκός πληθυσμός από το γειτονικό λύκειο και έκανα ότι έπαιζα μπάσκετ, μια στις είκοσι έμπαινε η μπάλα στην τρύπα, ουρλιάζανε τα κορίτσια και εγώ ένιωθα ως ο Λεονάρντο ντι Κάπριο της εποχής, σε αθλητική έκδοση.

Ο μπάρμπας μου δεν ήξερα τι ακριβώς έκανε, ασχολιόταν με έναν αθλητικό σύλλογο στη Διοίκηση, έκανε και κάποιες άλλες δουλειές που ποτέ δεν ρωτούσα, πάντως είχε τον τρόπο του. Μια μέρα λοιπόν με φωνάζει και με ρωτάει «Φώντα τι θα γίνει με εσένα;». Όπως καταλαβαίνετε ο Φώντας είμαι εγώ και αρχικά με ανησύχησε η ερώτηση του μπάρμπα μου. Εν πάση περιπτώσει, μου είπε πως πρέπει να δούμε τι θα κάνω με το μέλλον μου και πως έπρεπε να βρω μια δουλειά. Επειδή όπως σας προανέφερα είχα μία αρνητική εμπειρία με το μηχανουργείο, άρχισαν να με ζώνουν τα φίδια, αλλά τελικά ο μπάρμπας μου ήταν αστέρι. Μου είπε λοιπόν ότι θα με προσλαμβάνανε στο σύλλογο και επειδή μου άρεσε και το μπάσκετ (λέμε τώρα), θα με έκανε «σκάουτερ» (κυνηγό ταλέντων) και προπονητή μπάσκετ στις ακαδημίες του συλλόγου. Δεν κατάλαβα τίποτα, αλλά τελικά επρόκειτο περί μίας εξαιρετικής δουλειάς με άριστες αποδοχές και πολλά εξτραδάκια. Για να γίνω πιο σαφής. Εκείνη την εποχή μεσουρανούσε το μπάσκετ στην Ελλάδα, με τον Γκάλη, τον Γιαννάκη, τον Φασούλα και όλη εκείνη την φοβερή παρέα. Όπως τώρα λοιπόν ο κάθε κακόφωνος πηγαίνει για μερικούς μήνες σε κάποια σχολή ορθοφωνίας γιατί η μάνα του τον είπε ότι είναι ο νέος Ρέμος και τρέχει μετά στα talent show, έτσι λοιπόν και τότε η κάθε μανούλα έφερνε το συνήθως κοντοπίθαρο καμάρι της στον σύλλογο, θεωρώντας ότι γέννησε τον νεότερο Γκάλη. Με το που έβλεπες λοιπόν τον «μικρό νάνο» σου ερχόταν να βάλεις τα γέλια, αλλά συγκρατιόμουν. Επειδή η μανούλα είχε μια σχετική επίγνωση του ύψους του καμαριού της, επειδή πάντα κοσμούσε την τελευταία σειρά στην παρέλαση του σχολείου, σου έλεγε αμέσως ότι καταλάβαινε πως δεν ήταν και πολύ ψηλό το παιδί, ότι μάλλον θα «έδινε μπόι», επειδή ο παππούς του ήταν ψηλός (πες το και έτσι) και γενικά και ο Γκάλης ήταν μάλλον κοντός, αλλά φοβερό αστέρι. Επειδή η δουλειά ήταν στημένη, συμφωνούσα με όλες τις ανοησίες που μου έλεγε η μανούλα, μιας και ο Γκάλης ήταν κοντύτερος του Φασούλα και όχι των νάνων της οικογένειάς της, αλλά εγώ έλεγα ότι είχε απόλυτα δίκιο. Μετά έδινα το δεύτερο μέρος της παράστασης, αυτό του σκάουτερ. Είχα πει στο Γιάννη τον φροντιστή του γηπέδου να βάλει μια μπασκέτα με ρυθμιζόμενο ύψος, μόλις μου ερχόταν ο νάνος με τη μανούλα και αφού γινόταν η προηγούμενη απαραίτητη συζήτηση, της έλεγα πως πριν απαντήσω έπρεπε να δω το παιδί, κατεβαίναμε και οι τρεις στο παρκέ (εγώ, η μανούλα και ο πιτσιρικάς), χαμήλωνα την μπασκέτα κατά το δοκούν, έδινα μια μπάλα του μπάσκετ στον μικρό και υποτίθεται πως ήμασταν αντίπαλοι σε αγώνα. Όλη η ιστορία ήταν ο πιτσιρικάς να καταφέρει να βάλει έστω και μία φορά τη μπάλα στην μπασκέτα. Καμιά φορά ήμουν τυχερός, ο μικρός από λάθος την έβαζε γρήγορα, καμιά φορά ήθελε και ένα δεκάλεπτο να αναδείξει το ταλέντο του.

Αφού λοιπόν τα κατάφερνε το ανερχόμενο αστέρι, ξαναπηγαίναμε πάλι πίσω στο γραφείο (εγώ, η μανούλα και ο πιτσιρικάς) και άρχιζε η παράσταση. Άνοιγα κάτι άσχετα χαρτιά, έτριβα το σαγόνι μου σκεπτικός και μετά από ένα λεπτό ανακοίνωνα στη μανούλα: Πρόκειται για αστέρι. Εκείνη χοροπηδούσε από περηφάνια για τον καρπό της, εγώ της έλεγα συγχαρητήρια και ότι αποφάσισα να πάρουμε τον πιτσιρικά στην Ακαδημία μπάσκετ και ότι για όλα αυτά θα κατέβαλε το μηδαμινό για την ευκαιρία που της δινόταν ποσό των πέντε χιλιάδων δραχμών για εγγραφή πλέον δύο χιλιάδες δραχμές τον μήνα για προπονήσεις (άλλο γέλιο). Η μητέρα «τα έσκαζε» αυθωρί, εγώ της έκοβα μια απόδειξη είσπραξης (ο Θεός να την κάνει), επειδή έλεγα ότι με αυτά ήμασταν πολύ αυστηροί και το πρώτο μέρος της παράστασης (αυτό του σκάουτινγκ), λάμβανε τέλος. Περιττό να σας πω, ότι με την αποχώρηση της μανούλας έκοβα μια άλλη απόδειξη του συλλόγου με ένα χιλιάρικο για εγγραφή και τα υπόλοιπα τέσσερα… ήταν και ο μπάρμπας μου.

Το δεύτερο μέρος του show ήταν η προπόνηση και εγώ ως προπονητής μπάσκετ. Κοινώς, κάθε απόγευμα και ανά μία ώρα μάζευα είκοσι «μικρούς νάνους» και τους αμολούσα στο παρκέ. Είκοσι επειδή κάθε τόσο κάναμε αλλαγές παικτών, όλο και κάποιος μικρός χτυπούσε κανένα δάχτυλο και έβαζε τα κλάματα και γενικά είχαμε «φισκάρει» από πιτσιρικάδες, οπότε οι «Ακαδημίες» είχαν πολύ δουλειά. Εγώ λοιπόν είχα μια αναπαυτική καρέκλα στο μέρος του κόουτς, έκανα και ένα μερακλίδικο φραπέ, είχα δίπλα μου και μια σακούλα μεγάλη με παγάκια (θα σας εξηγήσω μετά) και άρχιζε η παράσταση. Οι πιτσιρικάδες ήταν ένα μπουλούκι που ο ένας κοπανούσε τον άλλο για να πάρει την μπάλα και καμιά φορά η μπάλα έμπαινε και στην μπασκέτα. Οι μανούλες στη κερκίδα να ουρλιάζουν «μπράβο Γιαννάκη» «Γκάλη μου εσύ» και άλλες τέτοιες ανοησίες. Εγώ είχα μια σφυρίχτρα, κάθε τόσο, μετά από μια γουλιά καφέ σφύριζα έτσι χωρίς λόγο και κάθε τόσο φώναζα συγκεκριμένες φράσεις κλισέ, όπως: «Να κινείται η μπάλα» «τρέχουμε τώρα» «τρέξε στην άλλη περιοχή παιδί μου», «τρέχουμε τώρα Κωστάκη ή Γιαννάκη ή Δημητράκη» (δεν μπορεί κάποιον πιτσιρικά θα λέγανε έτσι) και η ώρα περνούσε ευχάριστα, χαζεύοντας τις μανούλες. Καμιά φορά, κάποιος μικρός νάνος όλο και χτυπούσε, κανένα δάχτυλο, έτρωγε την μπάλα στο μάτι, όχι τίποτε σοβαρό, οπότε (εδώ μπαίνει ο πάγος), έτρεχα εγώ με μια σακούλα παγάκια, την έβαζα στο πονεμένο σημείο του μικρού και περίμενα μέχρι το βλαμμένο να σταματήσει να κλαίει. Με ευχαριστούσε η μανούλα και όλα ήταν όμορφα και καλά. Καμιά φορά τελειώνανε τα παγάκια γιατί τα είχα βάλει όλα στον φραπέ, αλλά πάντα έβρισκα λύση. Τέλος, πάντα υπήρχε και κάποιο τυχερό με καμιά μανούλα, μόνο που έπρεπε να προσέχεις μην έπεφτες σε παντρεμένη γιατί θα είχες άλλα…

Με τα χρόνια ο μπάρμπας μου με έβαλε και σε άλλα κόλπα. Έκατσε μια φορά και με εξήγησε ότι υπήρχαν πολλοί που θα ήθελαν να κάνουν μια δωρεά στο σύλλογο μας. Τον περίφημο ΠΑΣΜΑΚ (Πανελλήνιος Αθλητικός Σύλλογος Μακεδονίας Αττικής και Κρήτης). Εγώ τον ρώτησα αν ήταν βλαμμένοι, αλλά ο μπάρμπας μου, μεγάλη γάτα, με είπε ότι ήμουν άσχετος. Σύμφωνα με τον τότε νόμο περί εισοδήματος (2238/1994), οι δωρεές εκπίπτανε από το εισόδημα, αλλά υπήρχε κάποια διαδικασία. Έπρεπε να κατατεθούν σε κάποια τράπεζα και εμείς να γράψουμε σε ένα βιβλίο ότι κάναμε αποδεκτή την δωρεά και να τους δώσουμε μια απόδειξη με τη σφραγίδα του ομίλου και τα πρακτικά της αποδοχής επικυρωμένα. Μετά φυσικά με εξήγησε ο μπάρμπας μου ότι στο τέλος του χρόνου, γράφαμε ένα άλλο κατάστιχο στο βιβλίο που το υπέγραφε ο Πρόεδρος και όλο το Δ.Σ. του συλλόγου, που έλεγε ότι δεν κάναμε δεκτές τις «χορηγίες» επειδή ο σύλλογος δεν ήθελε να έχει δεσμεύσεις οποιουδήποτε τύπου με εξωγενείς παράγοντες, ευχαριστούσαμε τους δωρητές και επιστρέφαμε τα χρήματα. Δεν κατάλαβα Θεό και ο μπάρμπας μου εξήγησε ότι οι «δωρητές», βάζανε τα πρώτα χαρτιά στη δήλωση και «εξέπιπταν την δωρεά από το εισόδημα», εμείς δεν εμφανίζαμε τίποτε ως έσοδα και οι «δωρητές» ως δείγμα ευγνωμοσύνης για τη διευθέτηση συνεισέφεραν στην προσωπική περιουσία της διοίκησης του Συλλόγου. Βέβαια, ο λογιστής όταν πήρε χαμπάρι τι κάναμε μας είπε ότι αυτά είναι …. (η γνωστή Ελληνική λέξη που αρχίζει από μ και τελειώνει σε …ίες) και παραιτήθηκε, αλλά τον αντικαταστήσαμε πάραυτα με άλλον, δεν του είπαμε τι κάναμε και μέχρι να πάρει χαμπάρι θα βλέπαμε. Κάποια στιγμή έσκασε η ιστορία, οι «εκπέσαντες» τα πληρώσανε τριπλά, για εμάς κάτι ακούστηκε αλλά ποτέ δεν αποδείχθηκε, τα δε βιβλία του συλλόγου ήταν επαρκή και ακριβή.


Τα χρόνια περάσανε, εγώ ο Φώντας εξακολουθούσα να κάνω τον «σκάουτερ» και τον προπονητή μπάσκετ των Ακαδημιών, αλλά από τη μια δεν κινιόμουνα και πολύ ως προπονητής, άρχισα να τρώω χάμπουργκερ ενώ έδινα οδηγίες στους σπόρους και έβαλα κιλά έτσι που οι μανούλες απορούσαν με το που συστηνόμουν ως προπονητής, από την άλλη μεγάλωσε και ο Γκάλης ο Γιαννάκης και τα άλλα παιδιά, το άθλημα έχασε την αρχική του αίγλη και οι νέες εγγραφές στις Ακαδημίες ήταν πλέον ελάχιστες. Τότε ήταν που με προσέγγισε ο κύριος Κώστας, ο βιοτέχνης ξηρών καρπών. Μου λέει λοιπόν ο κ. Κώστας: Άκου Φώντα, θέλω ένα τιμολόγιο για διαφήμιση στο σύλλογο. Ότι θέλει ο κ. Κώστας του απαντάω. Δεν κατάλαβες Φώντα μου λέει, θέλω ένα τιμολόγιο κάποιας αξίας, ας πούμε πενήντα χιλιάδων, αλλά εγώ θα σας δώσω δύο χιλιαρικάκια. Και πως θα γίνει αυτό κ. Κώστα. Εμένα το χαρτί που θα μου δώσετε θα γράφει πενήντα χιλιάδες και εσείς στο δικό σας γράψτε ότι θέλετε. Βέβαια, μιλάμε για εποχές που η διασταύρωση των τιμολογίων ήταν κάτι σαν παιδικό διήγημα. Ο κ. Κώστας ήταν οργανωμένος. Μας λέει, θέλω μια φωτογραφία με έναν αγώνα όπου τα πιτσιρίκια θα φοράνε φανέλες που θα γράφουν επάνω «ξηροί καρποί Τίγρης» (Τίγρη λέγανε την εταιρεία του κ. Κώστα) και να φαίνεται ανάλογη διαφημιστική πινακίδα τεραστίου μεγέθους στο γήπεδο με την αντίστοιχη διαφήμιση. Για να μην σας τα πολυλογώ, η ιστορία έπιασε, την επεξεργασία της φωτογραφίας την δώσαμε σε έναν φίλο γραφίστα τον Κοσμά που αυτόματα τα πιτσιρίκια άλλαξαν φανέλες και από το πουθενά εμφανίστηκε στο γήπεδο η διαφήμιση του κ. Κώστα (μεγάλο Photoshop), εγώ με τον μπάρμπα μου πήραμε τα δύο χιλιάρικα, κόψαμε το τιμολόγιο, στο αντίγραφο γράψαμε πεντακόσια ευρώ και μείναμε όλοι ευχαριστημένοι, ο κ. Κώστας, εγώ, ο μπάρμπας μου και ο σύλλογος. Δώσαμε και όρκο σιωπής, μην πάρει χαμπάρι τίποτε ο λογιστής και τον χάσουμε και αυτόν. Τα πράγματα για κανά δύο χρόνια πηγαίνανε καλά, ο ένας έφερνε τον άλλο και εγώ ο Φώντας έτρεχα στον Κοσμά με ένα μάτσο φωτογραφίες και τον έλεγα κάθε φορά να χρησιμοποιεί και άλλη για τον κάθε διαφημιζόμενο.

Κάποια Δευτέρα πρωί δεν ξύπνησα καλά, στο δρόμο είδα και μια μαύρη γάτα, ιδέα μου λέω θα είναι και πήγα στον σύλλογο. Σε λίγο αριβάρουν πέντε λεβέντες κάπως περίεργοι για φίλαθλοι. Καλώς τα παιδιά λέω, ΣΔΟΕ μου απαντάνε, για έναν έλεγχο ρουτίνας. Έφερε ο λογιστής τα βιβλία, μέχρι που ο ένας από τους πέντε κάνει έτσι και βγάζει μια απόδειξη διαφημιζόμενου. Να δω λέει το αντίγραφο; Μέχρι να εξηγήσω, τι να εξηγήσω στον λογιστή που δεν είχε ιδέα, πάει και το φέρνει. Το βλέπει ο τύπος και ρωτάει: ξεχάσατε κάτι, έγινε κανένα λάθος; Το πρωτότυπο γράφει δέκα χιλιάδες ευρώ ενώ το αντίγραφο μόνο εκατό; Ο λογιστής κιτρίνισε και εμένα αρχίσανε να με ζώνουνε τα φίδια. Κάτι ψέλλισα, πως έγινε αυτό, από παραδρομή, ο τύπος από το ΣΔΟΕ χαμογελούσε, έλα λέω τον έπεισα, και τότε ήταν που βγάζει μια αρμαθιά από τιμολόγια διαφημιζομένων, πάνω από εκατό. Η αντιπαραβολή απέβη καταστροφική επειδή ούτε ένα δεν συμφωνούσε με το αντίγραφο. Ο ελεγκτής από το ΣΔΟΕ μου λέει «μάλλον ούτε μία διαφήμιση δεν κάνατε». Σε παρακαλώ τον απαντάω, για όλες οι διαφημιζόμενοι έχουν φωτογραφίες και η ομάδα φοράει την φανέλα τους σε αγώνα. Το ξέρω μου απαντάει χαμογελώντας και αμολάει στο γραφείο καμιά εκατοστή φωτογραφίες. Ήτανε όλες με την ίδια φάση του αγώνα, το μόνο που άλλαζε ήταν οι φανέλες και το μπάνερ με την διαφήμιση. Και στις εκατό, φαινόταν καθαρά η μανούλα του Γιωργάκη με τα χέρια υψωμένα να ενθαρρύνει το καμάρι της. Μόνο που αυτή σε όλες φορούσε το ίδιο μακό. Κερατά Κοσμά, τζάμπα το πενηντάρικο τη φορά.

Τα πράγματα από εκεί και πέρα εξελίχτηκαν ραγδαία: ο λογιστής παραιτήθηκε, εμένα με παραίτησαν, ο μπάρμπας μου το παίζει Κινέζος και λέει σε όλο τον σύλλογο πως τον ξεγέλασα και δεν θέλει να με ξέρει (βλέπεις πάντα εγώ ήμουν μπροστά), από την Εφορία με θεωρούν ως εμπλεκόμενο πρόσωπο κατά παράβαση του Ν. 4174/2013 περί Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, όπως τροποποιήθηκε με τον Ν. 4337/2015 και κάτι άλλα ακαταλαβίστικα, (έτσι έγγραφε το κιτάπι που μου στείλανε με ένα νούμερο με ατέλειωτα μηδενικά) και κάθε τόσο με τρέχουν. Πήγα σε έναν δικηγόρο, τον είπα ότι δεν είχα λεφτά γιατί τα είχα φάει όλα και τον ρώτησα τι να κάνω και μου είπε την προσευχή μου. Επαγγελματίες σου λένε…

Μήπως ξέρετε κανένα σύλλογο που να ζητάει προπονητή προχωρημένης κάπως ηλικίας για οποιοδήποτε άθλημα; Έτσι κι αλλιώς, το μόνο που ξέρω να κάνω είναι να φωνάζω «τρέχουμε τώρα».