H ΑΑΔΕ με την υπ’ αρ. Ε. 2065/23-04-2019 εγκύκλιό της συμμορφώθηκε με την απόφαση ΣΤΕ 89/16-01-2019 για την απαλλαγή από το τέλος επιτηδεύματος νέων επιτηδευματιών εφόσον δεν έχει ολοκληρωθεί πενταετία από την έναρξη των εργασιών ή έχουν αλλάξει αντικείμενο δραστηριότητας. Επιπλέον, με την παραπάνω εγκύκλιο παρέχονται οδηγίες για την επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών και για την υποβολή των σχετικών φορολογικών δηλώσεων.

1. Η απόφαση ΣτΕ 89/2019

Πιο αναλυτικά, η παραπάνω απόφαση του ΣτΕ ήρθε να αποκαταστήσει μία αδικία ετών που υφίστατο οι νέοι επιτηδευματίες και ελεύθεροι επαγγελματίες και να διορθώσει ακόμα μία στρεβλή ερμηνεία των φορολογικών διατάξεων από την μεριά της φορολογικής διοίκησης.

Το ΣτΕ έλαβε υπόψη ότι όσοι ασκούν ελεύθερο επάγγελμα για διάστημα μικρότερο των πέντε ετών «από την πρώτη έναρξη εργασιών», θεωρούνται, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, ως οικονομικά ασθενέστεροι και κατά συνέπεια μειωμένης φοροδοτικής ικανότητας, λόγω των περιορισμένων εσόδων και των αυξημένων δαπανών που απαιτούνται για την οργάνωση του επαγγέλματός τους κατά τα πέντε πρώτα έτη, καθώς και ότι με την απαλλαγή από τέλος επιτηδεύματος την πρώτη πενταετία επιδιώκεται η ομαλή ένταξη στην αγορά εργασίας.

Σύμφωνα, πάντα με την απόφαση του ΣτΕ, κατά την αληθή έννοια των διατάξεων του άρθρου 31 παρ. 3 του N.3986/2011, ως πρώτη έναρξη εργασιών από την οποία ξεκινάει η πενταετής περίοδος απαλλαγής από το τέλος επιτηδεύματος νοείται η έναρξη που πραγματοποιείται στο υποσύστημα Μητρώου του Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος Φορολογίας (Taxisnet). Ως εκ τούτου, στους ελεύθερους επαγγελματίες επιβάλλεται τέλος επιτηδεύματος μετά το πέρας της πενταετίας άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας από την έναρξη εργασιών.

Αντιθέτως, ελεύθεροι επαγγελματίες, οι οποίοι είχαν μεν προβεί κατά το παρελθόν σε έναρξη εργασιών, πλην, όμως σε επάγγελμα διαφορετικό του τωρινού επαγγέλματός τους, εν συνεχεία, όμως, διέκοψαν την επαγγελματική τους δραστηριότητα εξαιρούνται επί πενταετία από την υποχρέωση καταβολής τέλους επιτηδεύματος για την άσκηση του νέου επαγγέλματός τους, ανεξαρτήτως του αν η αρχική έναρξη εργασιών είχε λάβει χώρα σε χρόνο προγενέστερο της πενταετίας από τη γένεση της σχετικής φορολογικής υποχρέωσης και ανεξαρτήτως του αν ο υπόχρεος είχε συμπληρώσει πέντε έτη ασκήσεως της αρχικής επαγγελματικής του δραστηριότητας.

Τέλος, σε περίπτωση που για τη συμπλήρωση της πενταετίας στην άσκηση του επαγγέλματος, υπεβλήθη δήλωση διακοπής, τυχόν εκ νέου έναρξη εργασιών στο ίδιο κατ’ αντικείμενο επάγγελμα δεν θεωρείται μεν ως πρώτη έναρξη, ο χρόνος, όμως, διακοπής δεν συνυπολογίζεται για τη συμπλήρωση της πενταετίας.

2. Οι περιπτώσεις της 5ετούς απαλλαγής από τέλος επιτηδεύματος (Ε.2065/2019)

1. Σε περίπτωση διακοπής της επαγγελματικής δραστηριότητας και έναρξης εργασιών σε διαφορετικό αντικείμενο, ως πρώτη έναρξη εργασιών, κατά την έννοια του νόμου, λογίζεται αυτή που αφορά στην άσκηση του νέου επαγγέλματος (από την οποία ξεκινάει και η πενταετής περίοδος απαλλαγής από την επιβολή του τέλους επιτηδεύματος), ανεξάρτητα εάν ο υπόχρεος είχε συμπληρώσει πέντε έτη άσκησης της αρχικής επαγγελματικής του δραστηριότητας.

Παράδειγμα: Επιτηδευματίας με έναρξη εργασιών στις 01/01/2013 με αντικείμενο παροχή υπηρεσιών εστίασης διακόπτει στις 31/12/2017 (σύνολο 5 έτη – απαλλαγή από τέλος επιτηδεύματος). Στη συνεχεία στις 01/01/2018 εκ νέου κάνει έναρξη εργασιών με αντικείμενο εμπόριο οικοδομικών υλικών (απαλλαγή εκ νέου για άλλα πέντε έτη – για το φορολογικό έτος 2018 και τα επόμενα τέσσερα).

2. Σε περίπτωση διακοπής και εκ νέου έναρξης εργασιών στην ίδια κατ’ αντικείμενο επαγγελματική δραστηριότητα, για τη συμπλήρωση της κατά νόμο κρίσιμης πενταετίας, δε λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος διακοπής των εργασιών της επιχείρησης.

Παράδειγμα: Ελεύθερος επαγγελματίας με έναρξη εργασιών στις 01/01/2014 ως πολιτικός μηχανικός διακόπτει στις 31/12/2015 (σύνολο 2 χρόνια – απαλλαγή από το τέλος επιτηδεύματος). Στη συνέχεια στις 01/01/2018 κάνει έναρξη εργασιών και πάλι ως πολιτικός μηχανικός (για το φορολογικό έτος 2018 και τα επόμενα δύο δεν επιβάλλεται τέλος επιτηδεύματος μέχρι την συμπλήρωση της πενταετίας).

Σημειώνεται ότι, για την επιβολή του τέλους επιτηδεύματος δεν απαιτείται, πάντως, η πραγματική άσκηση του επαγγέλματος, αλλά αρκεί η προ πενταετίας έναρξη εργασιών, εφόσον εν τω μεταξύ δεν επήλθε διακοπή με δήλωση στη φορολογική αρχή της σχετικής επαγγελματικής δραστηριότητας.

3. Οδηγίες για την επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών

Με την υπ’ αρ. Ε. 2065/23-04-2019 εγκύκλιό της ΑΑΔΕ παρέχονται οδηγίες για την επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών.

Συγκεκριμένα:

  • Χρήσεις 2013 και επόμενες

Για την επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών τέλους επιτηδεύματος σε όσες περιπτώσεις πληρούνται οι προϋποθέσεις και αφορούν σε φορολογικά έτη στα οποία δεν έχει παραγραφεί η αξίωση επιστροφής των καταβληθέντων ποσών (χρήσεις 2013 και εντεύθεν), οι φορολογούμενοι υποβάλλουν έγγραφο σχετικό αίτημα στις Δ.Ο.Υ. ώστε να εκδοθεί νέα πράξη διοικητικού προσδιορισμού του φόρου (εκκαθαριστικό σημείωμα), στην οποία δεν περιλαμβάνεται το τέλος επιτηδεύματος, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 32 του ν.4174/2013 (Κ.Φ.Δ), χωρίς την επιβολή κυρώσεων.

  • Φορολογικό έτος 2018

Τα ανωτέρω ισχύουν και για τη διαγραφή του τέλους επιτηδεύματος που θα βεβαιωθεί με τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος του φορολογικού έτους 2018.

  • Φορολογικά έτη 2015 και επόμενα

Ειδικά για τα φορολογικά έτη 2015 και επόμενα, εντός δύο (2) μηνών από την έκδοση της εγκυκλίου Ε. 2065/2019, ήτοι 24/06/2019, θα δοθεί και η δυνατότητα μέσω της ηλεκτρονικής εφαρμογής των τροποποιητικών δηλώσεων, ώστε οι φορολογούμενοι να υποβάλλουν εκ νέου δήλωση (χωρίς ωστόσο να παρεμβαίνουν σε κάποιο από τα πεδία αυτής), προκειμένου να εκδοθεί νέα πράξη προσδιορισμού του φόρου στην οποία δεν περιλαμβάνεται το τέλος επιτηδεύματος, χωρίς την επιβολή κυρώσεων.

ΠΡΟΣΟΧΗ: Σύμφωνα με ανακοίνωση στην ιστοσελίδα της ΑΑΔΕ που αναρτήθηκε στις 21/06/2019 έχει επικαιροποιηθεί η εφαρμογή της υποβολής δηλώσεων φυσικών προσώπων ως προς την επιβολή τέλους επιτηδεύματος για τα φορολογικά έτη 2015 και επόμενα. Η παραπάνω ανακοίνωση ισχύει και για τη διαγραφή του τέλους επιτηδεύματος, που θα βεβαιωθεί με τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος του φορολογικού έτους 2018.

Δηλαδή, οι φορολογούμενοι εισέρχονται στην ηλεκτρονική εφαρμογή δηλώσεων και υποβάλλουν τροποποιητικές δηλώσεις για τα φορολογικά έτη 2015, 2016, 2017 κατά περίπτωση, χωρίς καμία άλλη ενέργεια. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για το φορολογικό έτους 2018 για όσους έχουν υποβάλλει δήλωση. Γι αυτούς που δεν υπέβαλλαν ακόμα δήλωση για το φορολογικό έτος 2018, η αρχική δήλωσή τους εκκαθαρίζεται πλέον χωρίς την βεβαίωση του τέλους επιτηδεύματος.

  • Έναρξη εργασιών προ του έτους 2008

Τέλος, επειδή προ του έτους 2008 η κωδικοποίηση των επαγγελμάτων στο Μητρώο της Δ.Ο.Υ ήταν διαφορετική σε σχέση με την υφιστάμενη, οι φορολογούμενοι που είχαν πραγματοποιήσει έναρξη εργασιών βάσει της παλιάς κωδικοποίησης δεν εισέρχονται στην ηλεκτρονική εφαρμογή, αλλά μόνο προσέρχονται στη Δ.Ο.Υ., όπου απαιτείται να προσκομίζουν, μαζί με το έγγραφο αίτημά τους, και το αποδεικτικό της προηγούμενης έναρξης εργασιών που είχαν πραγματοποιήσει στην οποία περιγράφεται η τότε επαγγελματική τους δραστηριότητα, ώστε να κριθεί από τη Δ.Ο.Υ εάν πρόκειται για ίδιο ή συναφές ή, αντίθετα, διαφορετικό κατ’ αντικείμενο επάγγελμα, προκειμένου να εφαρμοστούν οι διατάξεις περί απαλλαγής από το τέλος επιτηδεύματος σύμφωνα με την ανωτέρω ερμηνεία του ΣτΕ.

4. Απαιτείται Πλήρης Ψηφιοποίηση Φορολογικών Υπηρεσιών

Στο σημείο αυτό θα θέλαμε να επισημάνουμε ότι σε μία σύγχρονη και ψηφιακή φορολογική διοίκηση δεν θα έπρεπε να απαιτηθεί καμία απολύτως ενέργεια από τους φορολογουμένους ή τους λογιστές τους, για την επιστροφή των ποσών και την υποβολή των δηλώσεων, περισσότερο δε μάλιστα όταν πρόκειται για ένα πρόβλημα το οποίο προήλθε από την ίδια την φορολογική διοίκηση και συγκεκριμένα από τη μη ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των φορολογικών διατάξεων.

Θα έπρεπε, λοιπόν, απλά και μόνον να πιστωθούν οι τραπεζικοί λογαριασμοί των επιτηδευματιών και των ελεύθερων επαγγελματιών με τα ποσά της επιστροφής, δημιουργώντας με αυτό τον τρόπο σχέσεις εμπιστοσύνης και αξιοπιστίας μεταξύ φορολογούμενων και φορολογικής διοίκησης. Απεναντίας, για ακόμα μια φορά, μεταφέρεται το διοικητικό και οικονομικό κόστος στους φορολογουμένους, στους λογιστές – φοροτεχνικούς, αλλά και στις φορολογικές υπηρεσίες.

Ολοκληρώνοντας, πιστεύουμε ότι η ψηφιοποίηση όλων των φορολογικών υπηρεσιών θα πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα για την φορολογική διοίκηση για τη διευκόλυνση και την εξυπηρέτηση των φορολογουμένων, αλλά και την αποτελεσματικότητα και την αποδοτικότητα των φορολογικών υπηρεσιών.